- τριακοντώρυγος
- -ον, Ααυτός που έχει μήκος τριάντα οργιών («τὰ δὲ δίκτυα δεκώρυγα, εἰκοσώρυγα, τριακοντώρυγα», Ξεν.)[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ώρυγος, σπάνια μορφή στην οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].
Dictionary of Greek. 2013.